Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρακτώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος πυρακτώνω

  Ρήμα επεξεργασία

πυρακτώνομαι

  1. (αδόκιμο στο πρώτο πρόσωπο και γενικά για έμψυχα) όταν κάτι γίνεται διάπυρο ή υπερθερμαίνεται
    το σίδερο πυρακτώθηκε
    πυρακτωμένη άμμος (η καυτή άμμος)
     συνώνυμα: κορώνω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία