πρωτοποριακό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
πρωτοποριακό
- αιτιατική ενικού του πρωτοποριακός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πρωτοποριακός
πρωτοποριακό