προσυμφωνούμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.siɱ.foˈnu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐συμ‐φω‐νού‐μαι
- ομόηχο: προσυμφωνούμε
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
προσυμφωνούμαι, π.αόρ.: προσυμφωνήθηκα, μτχ.π.π.: προσυμφωνημένος
- παθητική φωνή του ρήματος προσυμφωνώ