Ετυμολογία

επεξεργασία
προσυλλογίζομαι < αρχαία ελληνική προσυλλογίζομαι[1] < συλλογίζομαι < λογίζομαι < λόγος

προσυλλογίζομαι

  1. (αποθετικό ρήμα, κυριολεκτικά) συλλογίζομαι από πριν, εκ των προτέρων
  2. (αποθετικό ρήμα, λογική) συμπεραίνω χρησιμοποιώντας προσυλλογισμό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • προσυλλογίζομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  1. προσυλλογίζομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.