προσελκύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροσελκύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσελκύω
- θα προσελκύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσελκύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπροσελκύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προσέλκυση