προγραμματίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.ɣɾa.maˈti.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐γραμ‐μα‐τί‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασία
προγραμματίζομαι, π.αόρ.: προγραμματίστηκα, μτχ.π.π.: προγραμματισμένος, (ενεργ.: προγραμματίζω)
- παθητική φωνή του ρήματος προγραμματίζω