Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προάλλες < προ- + άλλες (ημέρες) < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική l’autre jour • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προάλλες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία