Ετυμολογία

επεξεργασία
πριτς < (ηχομιμητική λέξη) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpɾit͡s/

  Επιφώνημα

επεξεργασία

πριτς

  • (οικείο, ειρωνικό, λέξη χωρίς νόημα), όχι, σιγά, τι λες! μωρ' τι μας λες!
    Θα μας χαρίσεις το ονοματάκι σου, δεσποινίς;Πριτς! Πριτς που θα σου το πω!
    σημείωση: συνήθως συνοδεύεται με ανασήκωμα του αγκώνα ή και χτύπημα του αγκώνα με το άλλο χέρι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πριτς ουδέτερο άκλιτο

  • (στην παιδική γλώσσα) η πορδή

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)