Ετυμολογία

επεξεργασία

Επιφώνημα

επεξεργασία

πριτς

  • (οικείο, ειρωνικό, λέξη χωρίς νόημα), όχι, σιγά, τι λες! μωρ' τι μας λες!
    Θα μας χαρίσεις το ονοματάκι σου, δεσποινίς;Πριτς! Πριτς που θα σου το πω!
    σημείωση: συνήθως συνοδεύεται με ανασήκωμα του αγκώνα ή και χτύπημα του αγκώνα με το άλλο χέρι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πριτς ουδέτερο άκλιτο

  • (στην παιδική γλώσσα) η πορδή

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)