Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πραχτικά < πραχτικός

  Επίρρημα επεξεργασία

πραχτικά

→ δείτε τη λέξη  πρακτικά

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πραχτικά