Ετυμολογία

επεξεργασία
ππαραλλής < (άμεσο δάνειο) τουρκική paralı

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ππαραλλής αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία