Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ππαράς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ππαράς
<
τουρκική
para
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ππαράς
αρσενικό
(
κυπριακά
)
παράς
,
χρήμα
Συγγενικά
επεξεργασία
ππαραλλής