πούκλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πούκλα < (άμεσο δάνειο) γαλλική boucle (η μπούκλα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπούκλα θηλυκό (κυπριακά)
Πηγές
επεξεργασία- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 12.