που να φας τη γλώσσα σου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαπου να φας τη γλώσσα σου
- έκφραση δυσφορίας για κάτι κακό που συμβαίνει, το οποίο την ίδια στιγμή άλλο πρόσωπο σκέφτηκε
- ⮡ Που να φας τη γλώσσα σου! Τί τό 'θελες και το είπες· ορίστε, μου έπεσε από τα χέρια κι έσπασε !'
- απευχή που εκφράζει επιθυμία αποτροπής μελλοντικής πραγματοποίησης μιας άσχημης σκέψης ή κάποιου ανάλογου εκπεφρασμένου συλλογισμού
- ⮡ Μη λες αυτά τα πράγματα για τα αποτελέσματα των εξετάσεων, που να φας τη γλώσσα σου!
Σημειώσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία που να φας τη γλώσσα σου
|
Πηγές
επεξεργασία- γλώσσα pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'γλώσσα'.
- καρτέλες «γλώσσα» στο Ψηφιακό Αρχείο Γεωργακά του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας.
- να² - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας