ποσταίρνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποσταίρνω < (άμεσο δάνειο) γαλλική poster
Ρήμα επεξεργασία
ποσταίρνω
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) στέλνω με το ταχυδρομείο, ταχυδρομώ
- ※ Αύριο κατεβαίνω και τα ποσταίρνω. (Μενέλαος Λουντέμης, Αγέλαστη Άνοιξη)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποσταίρνω
→ δείτε τη λέξη ταχυδρομώ |