ποσέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποσέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική poché, μετοχή του ρήματος pocher
Επίθετο
επεξεργασίαποσέ άκλιτο
- (γαστρονομία) (για αβγά, ψάρια) που μαγειρεύονται σε βραστό νερό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ποσέ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ποσέ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)