Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποσάρω < γαλλική pocher

  Ρήμα επεξεργασία

ποσάρω

  1. μαγειρεύω μέσα σε υγρό (άλλο από λάδι) σε χαμηλή φωτιά ώστε να σιγοβράζει
    ποσάρουμε το ψάρι σε λευκό κρασί

  Μεταφράσεις επεξεργασία