πορτμαντό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πορτμαντό < γαλλική portemanteau < porte + manteau
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπορτμαντό ουδέτερο άκλιτο
- έπιπλο για την τοποθέτηση παλτών ή άλλων ενδυμάτων (προσωρινά), που συνήθως βρίσκεται στο χολ ενός χώρου
Μεταφράσεις
επεξεργασία πορτμαντό