ποντιακοί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pon.di.aˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐ντι‐α‐κοί
- ομόηχο: ποντιακή
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ποντιακοί
- (αρσενικό) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του ποντιακός
ποντιακοί