Ετυμολογία

επεξεργασία
πομπιάζω < πομπή + -ιάζω

πομπιάζω (παθητική φωνή: πομπιάζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • πομπιάζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)