πομπιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπομπιάζομαι
- (λαϊκότροπο) παθητική φωνή του ρήματος πομπιάζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πομπιάζομαι | πομπιαζόμουν(α) | θα πομπιάζομαι | να πομπιάζομαι | ||
β' ενικ. | πομπιάζεσαι | πομπιαζόσουν(α) | θα πομπιάζεσαι | να πομπιάζεσαι | (πομπιάζου) | |
γ' ενικ. | πομπιάζεται | πομπιαζόταν(ε) | θα πομπιάζεται | να πομπιάζεται | ||
α' πληθ. | πομπιαζόμαστε | πομπιαζόμαστε πομπιαζόμασταν |
θα πομπιαζόμαστε | να πομπιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | πομπιάζεστε | πομπιαζόσαστε πομπιαζόσασταν |
θα πομπιάζεστε | να πομπιάζεστε | (πομπιάζεστε) | |
γ' πληθ. | πομπιάζονται | πομπιάζονταν πομπιαζόντουσαν |
θα πομπιάζονται | να πομπιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πομπιάστηκα | θα πομπιαστώ | να πομπιαστώ | πομπιαστεί | ||
β' ενικ. | πομπιάστηκες | θα πομπιαστείς | να πομπιαστείς | πομπιάσου | ||
γ' ενικ. | πομπιάστηκε | θα πομπιαστεί | να πομπιαστεί | |||
α' πληθ. | πομπιαστήκαμε | θα πομπιαστούμε | να πομπιαστούμε | |||
β' πληθ. | πομπιαστήκατε | θα πομπιαστείτε | να πομπιαστείτε | πομπιαστείτε | ||
γ' πληθ. | πομπιάστηκαν πομπιαστήκαν(ε) |
θα πομπιαστούν(ε) | να πομπιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πομπιαστεί | είχα πομπιαστεί | θα έχω πομπιαστεί | να έχω πομπιαστεί | πομπιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις πομπιαστεί | είχες πομπιαστεί | θα έχεις πομπιαστεί | να έχεις πομπιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει πομπιαστεί | είχε πομπιαστεί | θα έχει πομπιαστεί | να έχει πομπιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πομπιαστεί | είχαμε πομπιαστεί | θα έχουμε πομπιαστεί | να έχουμε πομπιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε πομπιαστεί | είχατε πομπιαστεί | θα έχετε πομπιαστεί | να έχετε πομπιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πομπιαστεί | είχαν πομπιαστεί | θα έχουν πομπιαστεί | να έχουν πομπιαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία πομπιάζομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- πομπιάζομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)