Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυβουία < πολυβουία < πολύβουος + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυβουία θηλυκό

  1. πολύς θόρυβος
  2. (μεταφορικά) ταραχώδες-υπερκινητικό περιβάλλον

  Μεταφράσεις επεξεργασία