πολάκρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπολάκρα θηλυκό
- (ναυτικός όρος): τρικάταρτο φορτηγό ιστιοφόρο του 19ου αιώνα, τύπου γαβάρας με αβακωτή πρύμνη, σχεδόν όμοιο με το πολάκα,
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολάκρα
|