πολάκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολάκα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολάκα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) τρικάταρτο φορτηγό ιστιοφόρο του 19ου αιώνα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Εμπορικά πλοία νάβα και πολάκα και
- Yδραίικη πολάκα χωρητικότητας 600 τόννων και μήκους τροπίδος 40 τ. ππχ. Nαυπηγήθηκε στην Ύδρα το 1816 από τους αδελφούς Kουντουριώτη, Δ. Aλ. Kριεζή και B. Mπουντούρη. Έργο του Ant. Roux πατρός, Mασαλία 1818.
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολάκα
|