πνευστιῶν
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαπνευστιῶν, -ῶσα -ῶν
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πνευστιῶ: που πνευστιά, που λαχανιάζει
- συνηρημένος τύπος του πνευστιάων, ρήμα: πνευστιάω
- συνηρημένη μετοχή του επικού τύπου πνευστιόων (σε Ανθολογίες)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (καθαρεύουσα)
- ※ Αἴφνης εἰς τὴν καμπὴν τῆς ὁδοῦ διεγράφη ὑπὸ τὴν ἀσθενὴ λάμψιν φανοῦ πνευστιῶντος ἡ σκιὰ γυναικὸς μελανειμονούσης […] (Χαράλαμπος Άννινος, Ἀττικαί ἡμέραι)
Πηγές
επεξεργασία- πνευστιάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.