πνίχτηκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpni.xti.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πνί‐χτη‐κα
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πνίχτηκα
- (προφορικό) α' ενικό πρόσωπο οριστικής αορίστου του ρήματος πνίγομαι, παθητική φωνή του ρήματος πνίγω