Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλευρίς (μαρτυρείται από το 1889) στον πληθυντικό αριθμό[1] < πλευρ(ά) + -ίς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλευρίς, -ίδος θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 812, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία