Ετυμολογία

επεξεργασία
πιτ στοπ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική pit stop. Ο αγγλικός όρος απαντά ήδη από το 1932.[1]

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

πιτ στοπ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. πιτ στοπΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)