πιπώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπιπώνω
- (αργκό, χυδαίο) επιδίδομαι σε πεολειχία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πιπώνω | πίπωνα | θα πιπώνω | να πιπώνω | πιπώνοντας | |
β' ενικ. | πιπώνεις | πίπωνες | θα πιπώνεις | να πιπώνεις | πίπωνε | |
γ' ενικ. | πιπώνει | πίπωνε | θα πιπώνει | να πιπώνει | ||
α' πληθ. | πιπώνουμε | πιπώναμε | θα πιπώνουμε | να πιπώνουμε | ||
β' πληθ. | πιπώνετε | πιπώνατε | θα πιπώνετε | να πιπώνετε | πιπώνετε | |
γ' πληθ. | πιπώνουν(ε) | πίπωναν πιπώναν(ε) |
θα πιπώνουν(ε) | να πιπώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πίπωσα | θα πιπώσω | να πιπώσω | πιπώσει | ||
β' ενικ. | πίπωσες | θα πιπώσεις | να πιπώσεις | πίπωσε | ||
γ' ενικ. | πίπωσε | θα πιπώσει | να πιπώσει | |||
α' πληθ. | πιπώσαμε | θα πιπώσουμε | να πιπώσουμε | |||
β' πληθ. | πιπώσατε | θα πιπώσετε | να πιπώσετε | πιπώστε | ||
γ' πληθ. | πίπωσαν πιπώσαν(ε) |
θα πιπώσουν(ε) | να πιπώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πιπώσει | είχα πιπώσει | θα έχω πιπώσει | να έχω πιπώσει | ||
β' ενικ. | έχεις πιπώσει | είχες πιπώσει | θα έχεις πιπώσει | να έχεις πιπώσει | ||
γ' ενικ. | έχει πιπώσει | είχε πιπώσει | θα έχει πιπώσει | να έχει πιπώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πιπώσει | είχαμε πιπώσει | θα έχουμε πιπώσει | να έχουμε πιπώσει | ||
β' πληθ. | έχετε πιπώσει | είχατε πιπώσει | θα έχετε πιπώσει | να έχετε πιπώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πιπώσει | είχαν πιπώσει | θα έχουν πιπώσει | να έχουν πιπώσει |
|