Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιπεροδοχείον < πιπέρι + -ο- + δοχεῖον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιπεροδοχείον ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία