Ετυμολογία

επεξεργασία
πιλατεύω < Πιλάτος + -εύω

πιλατεύω

  1. έχω στα χέρια μου κάτι και ασχολούμαι για πολλή ώρα μ' αυτό χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή χωρίς αποτέλεσμα
  2. κουράζω κάποιον αποφεύγοντας να δώσω άμεση και αποτελεσματική βοήθεια, απάντηση, λύση κλπ

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία