πιλατεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπιλατεύω
- έχω στα χέρια μου κάτι και ασχολούμαι για πολλή ώρα μ' αυτό χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή χωρίς αποτέλεσμα
- κουράζω κάποιον αποφεύγοντας να δώσω άμεση και αποτελεσματική βοήθεια, απάντηση, λύση κλπ