πιδύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιδύω (ελληνιστική κοινή) < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαπιδύω (ελληνιστική κοινή)
- αναβλύζω, ξεπηδώ
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αιμίλιος Παύλος, 14.1 @scaife.perseus
- Ἐνοχλουμένων δὲ τῶν ἀνθρώπων μάλιστα περὶ τὴν τοῦ ποτοῦ χρείαν καὶ γὰρ ὀλίγον καὶ πονηρὸν ἐπίδυε καὶ συνελείβετο παρʼ αὐτὴν τὴν θάλατταν,
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αιμίλιος Παύλος, 14.1 @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πῖδαξ
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πιδύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πιδύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.