πηδηχτά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
πηδηχτά < πηδηχτ(ός) + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
πηδηχτά
- πηδώντας
- ※ Την άκουσε να κατεβαίνει πηδηχτά τη σκάλα. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις επεξεργασία
πηδηχτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πηδηχτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πηδηχτό