περιφλεγώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιφλεγώς < ελληνιστική κοινή περιφλεγῶς[1] < περιφλεγής < αρχαία ελληνική περί + φλέγω
Επίρρημα επεξεργασία
περιφλεγώς
- (αρχαιοπρεπές) με περιφλεγή τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιφλεγώς
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ περιφλεγής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές επεξεργασία
- περιφλεγώς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)