Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιφλεγής η περιφλεγής το περιφλεγές
      γενική του περιφλεγούς* της περιφλεγούς του περιφλεγούς
    αιτιατική τον περιφλεγή την περιφλεγή το περιφλεγές
     κλητική περιφλεγή(ς) περιφλεγής περιφλεγές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιφλεγείς οι περιφλεγείς τα περιφλεγή
      γενική των περιφλεγών των περιφλεγών των περιφλεγών
    αιτιατική τους περιφλεγείς τις περιφλεγείς τα περιφλεγή
     κλητική περιφλεγείς περιφλεγείς περιφλεγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιφλεγής < ελληνιστική κοινή περιφλεγής < περιφλέγω < αρχαία ελληνική περί + φλέγω

  Επίθετο επεξεργασία

περιφλεγής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία