περιφερικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπεριφερικά < περιφερικός
Επίρρημα
επεξεργασίαπεριφερικά
- σε μια περιφέρεια, κυκλικά γύρω από ένα σημείο
- πόνος περιφερικά της ποδοκνημικής αρθρώσεως
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιφερικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπεριφερικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιφερικό