Ετυμολογία

επεξεργασία
περιαδράχνω < περι- + αδράχνω

περιαδράχνω (παθητική φωνή: περιαδράχνομαι)

  1. (σπάνιο) αδράχνω κάποιον δυνατά και βίαια
  2. (μεταφορικά, σπάνιο) κατακρίνω κάποιον αυστηρά κι απότομα, τον επιπλήττω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία