περίκαμψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περίκαμψις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική περικάμπτω, θέμα περικαμπ- + -σις > -ψις. Μορφολογικά αναλύεται σε περί- + κάμψις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: περίκαμψη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερίκαμψις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή , σε γλώσα ερμηνεύματος) συνώνυμο του περικαμπή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις περικάμπτω, περί και κάμπτω
Πηγές
επεξεργασία- περίκαμψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.