Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περίκαμψις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική περικάμπτω, θέμα περικαμπ- + -σις > -ψις. Μορφολογικά αναλύεται σε περί- + κάμψις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: περίκαμψη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περίκαμψις, -εως θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία