Δείτε επίσης: πενταπλοῦς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πενταπλούς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πενταπλοῦς, συνηρημένος τύπος του πενταπλόος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pen.daˈplus/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ντα‐πλούς
παλιότερος συλλαβισμός: πεν‐τα‐πλούς

  Επίθετο

επεξεργασία

πενταπλούς, πενταπλή, πενταπλούν (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο πενταπλοῦς)

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

πενταπλούς