παρτέντζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρτέντζα < ιταλική partenza < partire + -enza[1] < λατινική partire, απαρέμφατο ενεστώτα τού partio
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρτέντζα θηλυκό
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) ο απόπλους
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρτέντζα
|