παρεμπίπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρεμπίπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρεμπίπτω. Συγχρονικά αναλύεται σε (παρά) παρ- + εμπτίπτω ((εν-) εμ- + πίπτω)
Ρήμα
επεξεργασίαπαρεμπίπτω
- παρεμβάλλομαι ανάμεσα σε
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παρεμπίπτω
|