Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παρελάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρελαύνω
  2. θα παρελάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρελαύνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

παρελάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παρέλαση