παραφέρνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραφέρνω < παρα- + φέρνω (πβ. αρχαία ελληνική παραφέρω)
Ρήμα επεξεργασία
παραφέρνω (παθητική φωνή: παραφέρνομαι)
- φέρνω κάτι μαζί μου εξακολουθητικά ή υπερβολικά
- παρομοιάζω λανθασμένα κάτι με κάτι άλλο
- άλλη μορφή του παραφέρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραφέρνω
|