παρατρώγω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρατρώγω < παρα- (υπερβολικά, πάρα πολύ) + τρώγω. Διαφορετική η αρχαία ελληνική παρατρώγω (τραγανίζω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈtɾo.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐τρώ‐γω
Ρήμα επεξεργασία
παρατρώγω
- σπανιότερη μορφή του παρατρώω
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρατρώγω
|
Πηγές επεξεργασία
- παρατρώω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
παρατρώγω
- τραγανίζω, τσιμπάω λίγο λίγο
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 988
- τίς τῆς ἐλάας παρέτραγεν
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 988
Ρηματικοί τύποι επεξεργασία
- παρατρώξομαι (μέλλοντας)
- παρέτραγον (αόριστο)
Πηγές επεξεργασία
- παρατρώγω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παρατρώγω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.