Ετυμολογία

επεξεργασία
παρατρώγω < παρα- (υπερβολικά, πάρα πολύ) + τρώγω. Διαφορετική η αρχαία ελληνική παρατρώγω (τραγανίζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾaˈtɾo.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐τρώ‐γω

παρατρώγω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρατρώγω < παρα- + τρώγω

παρατρώγω

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία