παρασόλ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαρασόλ ουδέτερο άκλιτο
- ομπρέλα για τον ήλιο, το αλεξήλιο
- ※ Σε άλλους αιώνες το «παρασόλ» – ή κοινώς η ομπρέλα για τον ήλιο – αποτελούσε απαραίτητο ανοιξιάτικο και καλοκαιρινό αξεσουάρ (Το Βήμα, Επιστροφή στο… παρασόλ!, 21 Μαρτίου 2013 [1])