παρασχεθέν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπαρασχεθέν
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παρασχεθείς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπαρασχεθέν
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παρασχεθείς