Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ παραιγιάλιος τὸ παραιγιάλιον οἱ, αἱ παραιγιάλιοι τὰ παραιγιάλια
Γενική τοῦ, τῆς παραιγιαλίου τοῦ παραιγιαλίου τῶν παραιγιαλίων τῶν παραιγιαλίων
Δοτική τῷ, τῇ παραιγιαλίῳ τῷ παραιγιαλίῳ τοῖς, ταῖς παραιγιαλίοις τοῖς παραιγιαλίοις
Αιτιατική τὸν, τὴν παραιγιάλιον τὸ παραιγιάλιον τοὺς, τὰς παραιγιαλίους τὰ παραιγιάλια
Κλητική παραιγιάλιε παραιγιάλιον παραιγιάλιοι παραιγιάλια
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική παραιγιαλίω
Γενική-Δοτική παραιγιαλίοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραιγιάλιος < παρά + αρχαία ελληνική αἰγιαλός < ἀΐσσω + ἅλς (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *séh₂l- / *séh₂ls: αλάτι)

  Επίθετο επεξεργασία

παραιγιάλιος (πᾰραιγῐᾰ́λιος)

Συγγενικά επεξεργασία