Ετυμολογία

επεξεργασία
παραθαρρύνω < αρχαία ελληνική παραθαρρύνω[1] < παρά + θαρρύνω < θάρρος

παραθαρρύνω

  1. (λαϊκότροπο) παίρνω περισσότερο θάρρος απ’ το κανονικό ή αποκτώ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ή πεποίθηση
  2. (λαϊκότροπο) αποκτώ μεγαλύτερη εξοικείωση ή θάρρος προς κάποιον

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. παραθαρρύνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.