παπιέ μασέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παπιέ μασέ ουδέτερο άκλιτο
- υλικό που κατασκευάζεται από την επεξεργασία χαρτιού (βρέξιμο και πλάσιμο)
- κάθε αντικείμενο κατασκευασμένο από αυτό (1) το υλικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
παπιέ μασέ