Ετυμολογία

επεξεργασία
παπιέ μασέ < γαλλική papier mâché < papier (χαρτί) + mâché (μασημένος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παπιέ μασέ ουδέτερο άκλιτο

  1. υλικό που κατασκευάζεται από την επεξεργασία χαρτιού (βρέξιμο και πλάσιμο)
  2. κάθε αντικείμενο κατασκευασμένο από αυτό (1) το υλικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία