Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παπιέ μασέ < γαλλική papier mâché < papier (χαρτί) + mâché (μασημένος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παπιέ μασέ ουδέτερο άκλιτο

  1. υλικό που κατασκευάζεται από την επεξεργασία χαρτιού (βρέξιμο και πλάσιμο)
  2. κάθε αντικείμενο κατασκευασμένο από αυτό (1) το υλικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία