πανευρωπαϊκά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπανευρωπαϊκά < πανευρωπαϊκ(ός) + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπανευρωπαϊκά
- σε όλη την Ευρώπη
Μεταφράσεις
επεξεργασία πανευρωπαϊκά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπανευρωπαϊκά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πανευρωπαϊκός