πάτερ φαμίλιας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πάτερ φαμίλιας < λατινική pater familias < pater + familias
Ουσιαστικό επεξεργασία
πάτερ φαμίλιας αρσενικό
- ο αρχηγός μιας οικογένειας
Μεταφράσεις επεξεργασία
πάτερ φαμίλιας
πάτερ φαμίλιας αρσενικό